Call us  27360.31338

80100 Κύθηρα
Ελλάδα

Τα κάστρα των Κυθήρων

Μεταξύ άλλων, οι πύλες, τα τείχη, οι επάλξεις των Φρουρίων και όλα τα μέρη τα οποία «δεν δύνανται να γεννώσιν ιδιοκτησία ιδιωτική» ανήκουν σύμφωνα με τον Ιόνιο Αστικό Κώδικα του 1841 στην αποκλειστική δικαιοδοσία και διαχείριση της Επιτροπής Εγχωρίου Περιουσίας (Ιόνιος Αστικός Κώδικας του 1841, άρθρα 423,424 και 425, απόφαση 50/1976 Μονομελούς Πρωτοδικείου Ζακύνθου).

Στο νησί των Κυθήρων υπάρχουν σήμερα 3 μεγάλες Καστροπολιτείες, καθώς και μικρότερα οχυρά που κτίστηκαν κυρίως στη διάρκεια της μακράς περιόδου της Ενετοκρατίας. Το Καψάλι και η Παλαιόχωρα ή Άγιος Δημήτριος ήταν οι μεγαλύτεροι οικισμοί του νησιού κατά τον 14ο αιώνα, οχυρωμένοι όμως από πολύ παλαιότερα. Όταν τα Κύθηρα περιήλθαν στην κυριαρχία των φεουδαρχικών Βενιέρων, χωρίστηκαν σε 24 τιμάρια. Το Καψάλι και η Παλαιόχωρα δεν διανεμήθηκαν αλλά παρέμειναν κοινή κτήση. Τα Κύθηρα παρέμειναν κάτω από τη σημαία του Αγίου Μάρκου ως την κατάλυση της Βενετικής Δημοκρατίας το 1797, εκτός από ένα μικρό διάστημα τουρκικής κατοχής στα χρόνια 1715-1718.

Το νησί κατά τη διάρκεια της βενετικής κατοχής ήταν χωρισμένο σε πέντε διοικητικές επαρχίες: Φορτέτζα-Βούργος (Κάστρο – Χώρα), Λιβάδι, Καστρισιάνικα, Ποταμός και Μυλοπόταμος. Ως τα μέσα του 16ου αιώνα τέσσερα ήταν τα φρούρια στα Κύθηρα: του Αγίου Δημητρίου (Παλαιόχωρα), της Χώρας, του Μυλοποτάμου και του Αγίου Γεωργίου στη θέση Κολοκυθιά.

Κάστρο Χώρας Κυθήρων

Το Κάστρο της Χώρας των Κυθήρων βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού σε κορυφογραμμή υψομέτρου 200μ. με απόκρημνες τις πλαγιές του υψώματος. Το Κάστρο που σώζεται ως τις μέρες μας είναι των αρχών του 16ου αιώνα οπότε και ανακατασκευάσθηκε συνολικά. Το 1504 όταν τελειώνει ο Βενετο-Τουρκικός πόλεμος χάνονται οι κτήσεις της Μεθώνης, Κορώνης και αργότερα της Μονεμβασίας (1540) και οι Βενετοί οχυρώνουν τις κτήσεις τους που τους απέμειναν. Σε αυτή την ανακατασκευή τοποθετείται και η επιγραφή 1503 στη δυτική κεντρική είσοδο του Κάστρου και ο λέων του Αγίου Μάρκου, έμβλημα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας.  Το Κάστρο της Χώρας Κυθήρων θεωρείται ένα από τα στρατηγικότερα σημεία του νοτίου Αιγαίου γιατί ελέγχει τρία πελάγη: Κρητικό, Ιόνιο και Αιγαίο. Γι΄αυτό δικαιολογημένα το Κάστρο αυτό χαρακτηρίστηκε το «μάτι της Κρήτης» και το «μάτι των Ελληνικών θαλασσών». Ήταν το διοικητικό κέντρο του νησιού, που συγκέντρωνε την πνευματική, εκκλησιαστική, πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του τόπου. Το 1499 αποφασίστηκε ο εκσυγχρονισμός και η τελειοποίηση των οχυρώσεών του. Έτσι κατά το 1503 πήρε τη σημερινή του μορφή, ενώ ήδη από το 1502 είχε μεταφέρει σε αυτό την έδρα του ο Προβλεπτής, που μέχρι τότε ήταν εγκατεστημένος στην Παλαιόχωρα.

Οι περιηγητές περιγράφουν το Κάστρο των Κυθήρων σας απόρθητο λόγω της θέσης και της κατασκευής του, καθώς και του ισχυρού πυροβολικού, στοιχεία που πολλές φορές αποθάρρυναν τους Τούρκους από το να επιτεθούν στην περιοχή. Σε μια εποχή που ο ανταγωνισμός Βενετών και Τούρκων δημιουργούσε πολλές εντάσεις στις Ελληνικές θάλασσες, το Κάστρο αυτό έσωσε πολλές φορές τους κατοίκους του νησιού. Ακόμα και ο διαβότος Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, που λεηλάτησε την Παλαιόχωρα στα 1537, δεν προσέβαλε το Κάστρο της Χώρας.

Το Κάστρο Χώρας έχει μήκος 200μ. και πλάτος 80μ, δηλαδή συνολικό εμβαδόν 16 στρέμματα. Ο κύριος δρόμος οδηγεί από τη δυτική είσοδο (φόσσα) στο ανατολικό τειχισμένο τμήμα περνώντας από μια μεγάλη καμάρα κάτω από το σπίτι του Προνοητού που σήμερα στεγάζει το Ιστορικό Αρχείο Κυθήρων, ένα από τα σημαντικότερα και μεγαλύτερα της Ελλάδος. Η είσοδος αυτή είναι και η μοναδική πρόσβαση στο ενδότερο τμήμα του Κάστρου. Στην εξωτερική πλευρά του δυτικού τοίχου ήταν εντοιχισμένο το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, το έμβλημα των Βενετών, το οποίο καταστράφηκε από τους Γάλλους το 1797 μαζί τη Βίβλο των Ευγενών (Libro d’ Oro) και τα οικόσημα.

Στο ανατολικό μέρος του Κάστρου η δόμηση ήταν πυκνή. Εκτός από την κατοικία του Προνοητού, σώζονται οι εκκλησίες της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας ή Καστρινής, της Παναγίας Ορφανής (http://www.imkythiron.gr/mnimeia/ekklisiastika-mnimeia/perispoudasta.html), καθώς και ερείπια άλλων κτισμάτων. Καθώς ανεβαίνουμε την κεντρική διαδρομή δεξιά εντοπίζουμε την Πυριτιδαποθήκη, κτήριο με τοίχους πάχους 1μ. και σε επαφή στα ανατολικά τον Ιερό Ναό του Χριστού Παντοκράτορος, που χρονολογείται το 1545 από αρχειακό έγγραφο που σώζεται στο Ιστορικό Αρχείο του νησιού, με τοιχογραφίες σε δύο στρώματα, 16ου και 18ου αιώνα.

Το κτήριο που στεγάζει σήμερα το Ιστορικό Αρχείο ήταν το Διοικητήριο, η έδρα του Βενετού Προνοητού (13ος αι – 1797) και αργότερα του Άγγλου Τοποτηρητή (1809-1864). Στην πλατεία του Διοικητηρίου βρίσκεται η μεγάλη εκκλησία του 1580, που αρχικά ήταν καθολική «η Παναγία των Λατίνων», η οποία το 1807 εγκαινιάστηκε ως ορθόδοξη επ΄ονόματι της Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης. Στο εσωτερικό του ναού αυτού φυλασσόταν η Θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας για δύο περίπου αιώνες (από το Νοέμβριο του 1682), εξαιτίας του φόβου των πειρατικών επιδρομών. Από το 1842 η εικόνα επέστρεψε στο Ιερό Προσκύνημα (όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα) και στο ναό του Κάστρου τοποθετήθηκε ένα αντίγραφο του 1844.

Σ΄επαφή με τον βόρειο τοίχο του ναού βρίσκεται ο ναός της Παναγίας Ορφανής, κτίσμα της οικογένειας Καλλονά. Στο ναό αυτό φυλάχθηκαν η εικόνα και τα κειμήλια της ξακουστής Μονής Αγκαράθου του Ηρακλείου Κρήτης επί 300 χρόνια, αφότου η Κρήτη έπεσε στα χέρια των Τούρκων.

Στο Κάστρο της Χώρας εντοπίζονται διάσπαρτα μεγάλα κανόνια από την περίοδο των Βενετών, των Ρωσοτούρκων και των Άγγλων. Από το Κάστρο πέρασαν οι εξής κατακτητές:

  • Βενετοί: 13ος αιώνας – 1797
  • Γάλλοι Δημοκρατικοί: 1797-1798
  • Ρωσοτούρκοι: 1798-1800
  • Επτάνησος Πολιτεία: 1800-1808
  • Άγγλοι: 1809-1864
  • Γερμανοί – Ιταλοί: 1941-1944

Έξω από το Κάστρο, στη ΒΑ πλευρά, υπάρχει και δεύτερος καστρότοιχος, που περικλείει το Μέσα ή Κλειστό Βούργο, που επικοινωνούσε με τη Φορτέτζα με πόρτα στο βόρειο τείχος της πύλης. Το μεσαιωνικό τείχος του Μέσα Βούργου και η περιοχή που το περικλείει, αποτελούν τμήμα του Κάστρου Χώρας Κυθήρων που έχει χαρακτηρισθεί ως προέχον βυζαντινό μνημείο. Το κηρυγμένο φρουριακό συγκρότημα αποτελείται από έναν εκτεταμένο αρχαιολογικό χώρο, που δεν έχει υποστεί σχεδόν καμία μεταβολή από τα μεσαιωνικά χρόνια. Στην περιοχή του Μέσα Βούργου απαντάται πληθώρα βυζαντινών και μεταβυζαντινών ναών με εξαιρετικής τέχνης τοιχογραφίες.

Κάστρο Κάτω Χώρας Μυλοποτάμου

Το 1532 ο περιηγητής Denis Possot αναφέρει στα απομνημονεύματά του 4 οχυρά των Κυθήρων. Ένα από αυτά ήταν του Μυλοποτάμου για τον έλεγχο του Ιονίου Πελάγους. Μετά την επιδρομή του Μπαρμπαρόσα στην Παλαιόχωρα το 1537, η οχύρωση του Κάστρου του Μυλοποτάμου πρέπει να ενισχύθηκε. Ο Βενετός προνοητής Soranzo είχε τοποθετήσει φρουρά. Το οχυρό του Μυλοποτάμου, όπως βεβαίωναν οι Βενετοί αξιωματούχοι, ήταν ασφαλές, παρόλο που τα τείχη του ήτα χαμηλά. Το 1545 ζούσαν εκεί 50 οικογένειες που είχαν επιστρέψει, μετά την καταστροφή του Αγ. Δημητρίου (Παλαιόχωρα) από τον Μπαρμπαρόσα, για να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους. Το 1565 το οχυρό ενισχύθηκε και απέκτησε μνημειώδη είσοδο. Ανάγλυφο με την παράσταση του φτερωτού λέοντα του Αγίου Μάρκου, τοποθετημένο ύπερθεν της μνημειακής πύλης του οχυρού διασώζει την επιγραφή “PAX TIBI MARCE EVANGELISTA MEUS MDLXV (1565)”, δηλαδή «Ειρήνη σοι Ευαγγελιστά μου Μάρκε». Η ίδρυση του Κάστρου, όμως, είναι κατά δύο, τουλάχιστον, αιώνες παλαιότερη, όπως εξάγεται από τους ναούς και τον ζωγραφικό τους διάκοσμο.

Το Κάστρο του Μυλοποτάμου λόγω της θέσης του ήταν το ασφαλέστερο. Εντός του φρουρίου κλείνονταν τη νύχτα με σιδερένια θύρα που άνοιγε με την ανατολή. Έξω από το φρούριο υπήρχε πύργος, ο οποίος χρησίμευε ως σκοπιά του φρουρίου, που επιτηρούσε τα ΝΔ.

Το Κάστρο περικλείει μια αληθινή μεσαιωνική νεκρόπολη. Οι ναοί εντός του φρουρίου είναι 9 και ανήκουν στον 16ο-17ο αιώνα, πολλοί από τους οποίους έχουν συντηρηθεί από την Αρχαιολογική Υπηρεσία σε αποστολές συντήρησης των πολύτιμων τοιχογραφιών πού έγιναν τα έτη 1966, 1967, 1984 και 1985, αλλά και πρόσφατα.

Μέσω ενός καμαροσκεπούς διαβατικού, ο επισκέπτης οδηγείται στους στενούς δρομίσκους και αντικρίζει τις ερειπωμένες και εγκαταλελειμμένες κατοικίες, που συνήθως είναι διώροφες. Ο κάτω όροφος (ισόγειο) αποτελείται από καμαροσκεπείς χώρους, οι οποίοι χρησίμευαν ως αποθήκες ή στάβλοι. Η άνοδος στο ανώγι του οποίου η στέγη κατά κανόνα ήταν επίπεδη, γινόταν με εξωτερική κτιστή κλίμακα.

Κατά το 18ο και μέχρι τον 19ο αιώνα μέσα στο Κάστρο του Μυλοποτάμου λειτουργούν οι ενορίες του Αγίου Αθανασίου, του Προφήτη Ηλία, του Αγίου Ιωάννη και της Παναγίας της Μεσοσπορίτισσας. Εντός των ναών αυτόν γίνονταν οι ενταφιασμοί των ενοριτών, μια συνήθεια που συνεχίστηκε μέχρι τη δημιουργία κοινοτικών κοιμητηρίων.

Το Κάστρο του Μυλοποτάμου κατοικήθηκε μέχρι τη δεκαετία του 1950, οπότε και εγκαταλείφθηκε και από τους τελευταίους κατοίκους του.

Κάστρο Παλαιόχωρας – πόλη του Αγίου Δημητρίου

Η Παλαιόχωρα Κυθήρων βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του νησιού και απέχει από τη θάλασσα περίπου 2 χιλιόμετρα. Περιμετρικά της Παλαιόχωρας οι δύο χαράδρες δίνουν στο βράχο το σχήμα χερσονήσου. Αυτή η φύσει οχυρή θέση, με το πλεονέκτημα ότι δεν ήταν ορατή από τη θάλασσα, συμπληρώθηκε από τεχνητή οχύρωση με την ίδρυση της πόλης του Αγίου Δημητρίου. Πρώτη αναφορά του ονόματος της πόλης γίνεται στη λίστα των οικισμών που παρατίθεται το 1583 από τον Πέτρο Καστροφύλακα σε χειρόγραφη μορφή (βλ. Χρύσα Μαλτέζου, Νέο άγνωστο χειρόγραφο της ‘Περιγραφής της Κρήτης΄ του Πέτρου Καστροφύλακα [1583] και το πρόβλημα της κρητικής έκδοσής της, Πρακτικά του Τρίτου Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ.2, Αθήνα 1974, σ.176 κ.ε.).

Η βυζαντινή Καστροπολιτεία του Αγίου Δημητρίου, Παλαιόχωρα, αποτέλεσε την πρωτεύουσα του νησιού των Κυθήρων, μέχρι την καταστροφή της, από επιδρομή του πειρατικού στόλου του Χαϊρεδίν Μπαρμπαρόσα, που βρισκόταν στην υπηρεσία του Τούρκου Σουλτάνου, όταν, το 1537, κατέλαβε με έφοδο την Παλαιόχωρα Κυθήρων.

Τα σπίτια μέσα στο Κάστρο είχαν κτιστεί σε επαλληλία και επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Οι εξωτερικοί τοίχοι των σπιτιών είχαν χτιστεί επάνω από τον γκρεμό για να καθίσταται αδύνατη η αναρρίχηση από αυτούς. Σύμφωνα με τη μελετήτρια της Παλαιόχωρας Dr. Gillian Ince, σε σχετική έρευνα που πραγματοποίησε δια της Βρεταννικής Αρχαιολογικής Σχολής με την άδεια του ΥΠ.ΠΟ., στον οικισμό εντοπίζονται 23 ναοί και 70 σπίτια.

Το εσωτερικό όριο του οικισμού της Παλαιόχωρας ορίζεται από τον απόκρημνο βράχο στα βόρεια και ανατολικά. Ο βράχος στην περιοχή αυτή προσέφερε φυσική οχύρωση. Τείχος κτίστηκε στα δυτικά του ναού του Αγ. Δημητρίου. Το τείχος αυτό αποτέλεσε τμήμα της έπαλξης και λόγω του ότι είναι το μόνο σωζόμενο σε ύψος 6 μ. σήμερα δίνει την εικόνα του αμυντικού τείχους προς την ενδοχώρα.

Οι κατοικίες στην Παλαιόχωρα κτίστηκαν στα κατώτερα τμήματα του βραχώδους λόφου στα βόρεια και στα ανατολικά και αποτελούσαν κυρίως ορθογώνιες ενότητες, κυρίως μονόροφες, ενώ μικρός αριθμός κατοικιών ήταν διώροφες. Στην παρούσα φάση οι κατοικίες έχουν καταρρεύσει. Οι αποτυπώσεις των μελετητών θα μπορούσαν, μετά από σχετική τεκμηρίωση, να αξιοποιηθούν σε πιθανές αποκαταστάσεις των κατοικιών. Προτείνεται η ερμηνεία ότι οι δύο οικογένειες που διέμεναν στις κατοικίες της άρχουσας τάξης ήταν υπήκοοι της οικογένειας Venier. Η ενετική κυριαρχία στα Κύθηρα εκπροσωπείται από την οικογένεια Βενιέρ συνεχώς (1207-1779), με βραχύ χρονικό διάστημα επανόδου στην κυριαρχία Βυζαντινών από το 1269 έως το 1309. Γι΄αυτό και η Παλαιόχωρα θεωρείται από τους μελετητές ως Κάστρο δουλοπαροίκων.